Wyatt A. Mangum, Τμήμα Μαθηματικών, Πανεπιστήμιο Mary Washington Fredricksburg, Βιρτζίνια, ΗΠΑ
Απαραίτητη σημείωση πριν την ανάγνωση του κειμένου: κυψέλες τοπ-μπαρ είναι οι κωνικές μακρόστενες κυψέλες που αντί για πλαίσια, έχουν μόνο το ξυλάκι του κηρηθροφορέα. Οι μέλισσες χτίζουν μόνες τους και όπως θέλουν τις ίδιες κωνικές κηρήθρες τους, ακολουθώντας το ομοιόμορφο μακρόστενο κωνικό σχήμα της κυψέλης.
Καθώς μεγαλώνει το ενδιαφέρον για τις κυψέλες τοπ-μπαρ, θα ήθελα να προσθέσω και τη δική μου οπτική γωνία στο θέμα. Έχω μέλισσες από τότε που ήμουν 10 χρονών. Αρχικά, είχα κυψέλες πλαισίων και έφτασα να έχω 125 μελίσσια και να παράγω κάποιους τόνους μελιού. Το 1986, άλλαξα όλες τις κυψέλες μου σε τοπ-μπαρ και μετά από λίγο είχα 200 μελίσσια. Σε εκείνη την εποχή, οι κυψέλες τοπ-μπαρ ήταν σχεδόν άγνωστες. Εκτός από την παραγωγή μελιού σε κυψέλες τοπ-μπαρ με μήκος 1,5 m, έχω χρησιμοποιήσει και μικρότερες, για την πιο ευκίνητη μεταφορά τους, για την επικονίαση καλλιεργειών και για την εκτροφή βασιλισσών και παραφυάδων.
Για να εκτιμήσουμε το σημερινό σχέδιο της κυψέλης τοπ-μπαρ, πρέπει να μελετήσουμε την παγκόσμια ιστορία της μελισσοκομίας. Οι μελισσοκόμοι που γνωρίζουν τις κυψέλες τοπ-μπαρ μπορεί να έχουν διαβάσει σχετικά με την πρόσφατη (1960) και σημαντική τους σύνδεση με την Αφρική. Όμως, θα ήθελα να πάμε πιο πίσω στο χρόνο – στην αφανή πηγή της κυψέλης TopBar. Ξεκινάμε στο δέκατο-έβδομο αιώνα (1600) στην Ευρώπη, όπου η πιο συνηθισμένη κυψέλη ήταν η skep (σκεπ), δηλαδή ένα κυλινδρικό πλεκτό καλάθι γυρισμένο με την κλειστή θολωτή άκρη προς τα πάνω. Οι μέλισσες έκτιζαν τις κηρήθρες μέσα το καλάθι, στερεώνοντάς τες στα τοιχώματα και στο πάνω μέρος, με αποτέλεσμα να είναι ακίνητες μέσα στην κυψέλη. Ο μελισσοκόμος δεν μπορούσε να βγάλει το μέλι χωρίς να σχίσει την κυψέλη ή χωρίς να συνθλίψει κηρήθρες και μέλισσες, με αποτέλεσμα σημαντικές βλάβες στο μελίσσι. Για να τρυγήσει, ο μελισσοκόμος περίμενε το φθινόπωρο και επέλεγε τις πιο βαριές κυψέλες και τις πιο ελαφριές. Στις πιο βαριές έκανε τις συνηθισμένες ατσαλιές. Στις πιο ελαφριές, μάλλον δεν έφτανε το μέλι και οι μέλισσες θα πέθαιναν το χειμώνα από την πείνα, και έτσι ο μελισσοκόμος έπαιρνε μέλι και από αυτές. Ο μελισσοκόμος σκότωνε τις μέλισσες τοποθετώντας τη σκεπ (με ανοικτό πάτο) πάνω σε ένα λάκκο γεμάτο καυτό θείο. Οι μέλισσες πνιγόντουσαν από τον καπνό. Ο μελισσοκόμος κρατούσε τις κυψέλες με τα μεσαία βάρη για την επόμενη χρονιά και μάζευε σμήνη για να αναπληρώσει τις απώλειες.
Το 1682 βγήκε ένα εξαιρετικό βιβλίο στην Αγγλία για την μελισσοκομία με κυψέλες τοπ-μπαρ, αν και δεν φαινότανε από τον τίτλο του «Ένα ταξίδι στην Ελλάδα» του George Wheler (Γουέλερ). Από τα ταξίδια του ο Wheler περιγράφει την καθημερινή ζωή στην Ελλάδα. Στο Βιβλίο 6 (σελ. 412) διαβάζουμε ένα μικρό κείμενο με θέμα τη μελισσοκομία μαζί με τη ζωγραφισμένη εικόνα της κυψέλης που είδε σε λειτουργία εκεί.
Η ελληνική κυψέλη μοιάζει με μια αναποδογυρισμένη κυψέλη σκεπ της οποίας το κυκλικό άνοιγμα πάνω καλύπτεται με ξύλινες μπάρες. Το πάνω άνοιγμα της κυψέλης ήταν πιο μεγάλο από τον πάτο (επίπεδο), επομένως οι στρογγυλές πλευρές έκλειναν προς το μέσα μέρος. Οι κηρήθρες, χτισμένες από πάνω (οι «τοπ» μπάρες) ήταν αφαιρούμενες, αλλά δεν ήταν εναλλάξιμες εφόσον είχαν διαφορετικά μεγέθη. Οι κηρήθρες στη μέση της κυψέλης ήταν πιο μεγάλες και επεκτείνονταν πιο βαθιά στην κυψέλη. Οι κηρήθρες στις άκρες της κυψέλης ήταν πιο ρηχές και πιο κοντές λόγω του κυκλικού σχήματος τού ανοίγματος. Οι μπάρες της ελληνικής κυψέλης ήταν κομμένες σε διαφορετικά μήκη (γι’ αυτό και δεν ήταν εναλλάξιμες).
Μολονότι η ελληνική κυψέλη είναι αρκετά διαφορετική από τη δική μας σημερινή μακριά οριζόντια κυψέλη τοπ-μπαρ, ο Wheler ζούσε στην εποχή των σκεπ και η κυψέλη πρέπει να έμοιαζε με μια αναποδογυρισμένη σκεπ με ξυλάκια δια μέσου του ανοίγματος. Επιπλέον, σίγουρα ο Wheler καταλάβαινε ότι με τις κυψέλες σκεπ καταστρέφονταν πολλές κηρήθρες. Όταν είδε πως σηκώνανε τις κηρήθρες από μια ελληνική κυψέλη, σαφώς εντυπωσιάστηκε και έγραψε στο βιβλίο του: «Κατά μήκος του κάθε μικρού ραβδίου, οι μέλισσες στερεώνουν τις κηρήθρες τους και έτσι κάθε κηρήθρα μπορεί να αφαιρεθεί ακέραια από την κυψέλη, χωρίς το παραμικρό χτύπημα με την μεγαλύτερη ευκολία που μπορεί κανείς να φανταστεί».
Με τον έλεγχο των κηρηθρών των κυψελών τοπ-μπαρ οι μελισσοκόμοι είχαν δυο δυνατότητες που δεν υπήρχαν με τις σκεπ –μπορούσαν με ευκολία να χωρίσουν κυψέλες για να αυξήσουν τον αριθμό μελισσιών και μπορούσαν να τρυγήσουν χωρίς να καταστρέψουν τις κυψέλες. Ο Wheler περιγράφει και τις δυο δυνατότητες. Έλεγε ότι την άνοιξη ο μελισσοκόμος αφαιρούσε τις μισές μπάρες από το ένα καλάθι και έπειτα τις πρόσθεσε σε καινούργιο καλάθι με την ίδια σειρά (λόγω μεγέθους), συμπληρώνοντας τα κενά των δυο καλαθιών με πρόσθετες μπάρες. Το καινούργιο καλάθι το τοποθετούσε στην παλαιά τοποθεσία και το παλαιό αλλού (δεν γράφει πού).
Οι μέλισσες επιβίωναν στον τρύγο της ελληνικής κυψέλης τοπ-μπαρ, αντίθετα με άλλες πρακτικές, όπως ο λάκκος γεμάτος καυτό θείο ή ο νυχτερινός τρύγος όταν όλες οι μέλισσες ήταν μέσα στην κυψέλη. Τον Αύγουστο, οι Έλληνες έπαιρναν το μέλι στη διάρκεια της ημέρας, όταν έλειπαν οι μέλισσες. Ο Wheler έγραψε: «…βγάζουν τις ακριανές κηρήθρες γεμάτες μέλι, αφήνοντας όσες κηρήθρες (στη μέση) εκτιμούν πως είναι αρκετές για το χειμώνα…»
Αυτές οι σύγχρονες κυψέλες TopBar ήταν η απάντηση στις αφρικάνικες κυψέλες με στερεωμένες κηρήθρες και για τις οποίες η μεταχείριση ήταν πιο δύσκολη. Για την εισαγωγή των καινούργιων μεθόδων, χωρίς το κόστος των κυψελών με πλαίσια, μερικοί μελισσοκόμοι ψάξανε άλλα σχέδια κυψελών. Το 1965, στη Ροδεσία, η κυρία Πόπη Παπαδοπούλου ανέφερε τη χρήση μιας κυψέλης παρομοίου σχεδίου με την ελληνική τοπ-μπαρ για τις τροπικές αφρικάνικες μέλισσες. Επίσης, την ίδια χρονιά στο Hampshire, στο Γεωπονικό Κολλέγιο της Αγγλίας, ο C.J. Tredwell και ο Peter Paterson, φοιτητές από την Κένυα, κατασκευάσανε και χρησιμοποιήσανε μια κυψέλη τοπ-μπαρ βασισμένη στο ελληνικό μοντέλο, απλώς οριζόντια και πιο ρηχή. Η κυψέλη τους είχε ίσιες πλευρές και οι μπάρες ήταν όλες το ίδιο μέγεθος και έτσι μπορούσαν να τις ανταλλάξουν μεταξύ τους. Μετά από πρόσθετες αλλαγές, ο διάδοχος της κυψέλης του 1965 ονομάστηκε ως κυψέλη τοπ-μπαρ της Κένυας. Νομίζω πως οι είσοδοι βρισκόντουσαν στην άκρη της κυψέλης (για περισσότερες λεπτομέρειες δείτε το βίβλιο «The World History of Beekeeping and Honey Hunting» του E. Crane, 1999.)
Αν και η οριζόντια κυψέλη TopBar εμφανίστηκε ως μια καινούργια εξέλιξη ώστε να βοηθήσει μελισσοκόμους στην Αφρική, τελικά προέρχεται από την Ελλάδα και από μια σκοτεινή εποχή στην οποία οι μέλισσες σκοτωνόντουσαν για το μέλι τους. Στην Ελλάδα, πολλά χρόνια πριν υπήρξε το φως της σύγχρονης μελισσοκομίας και το πρωτοποριακό σύστημα των τοπ-μπαρ – πολύ πιο μπροστά από την εποχή του σαν ένα θαύμα, σε σύγκριση με την λογική των κυψελών σκεπ. Χωρίς αμφιβολία, ένα όραμα για το μέλλον και ένα μεγάλο άλμα πιο κοντά στη σύγχρονη μελισσοκομία. Όποιος σκέφτηκε πρώτος (ίσως και πριν από τους Έλληνες) τη δημιουργία των τοπ-μπαρ και των κηρηθρών τους, είναι σίγουρα ένας διορατικός, αφανής ήρωας – ένας Langstroth για τους μελισσοκόμους των μελισσιών τοπ-μπαρ.
Σχόλιο από εμάς:
1. Οι κυψέλες τοπ-μπαρ αφορούν κυρίως ερασιτέχνες μελισσοκόμους, λόγω του σημαντικού μειονεκτήματος που έχουν: την καταστροφή των κηρηθρών κατά τον τρύγο και της δυσκολίας μεταφοράς τους. Στο ίδιο σημείο βρίσκεται και ένα κρυμμένο πλεονέκτημα: η ετήσια αλλαγή πολλών κηρηθρών, με εξυγιαντικά αποτελέσματα σε μια σειρά ασθενειών γόνου και ενηλίκων μελισσών. Σε επαγγελματικό επίπεδο, οι κυψέλες τοπ-μπαρ δεν θα μπορούσαν να αντικαταστήσουν επάξια ή έστω κοντινά τις σύγχρονες κυψέλες Dadant και Langstroth, δηλαδή των κυψελών με κινητά και επαναχρησιμοποιούμενα πλαίσια. Στις ΗΠΑ, το ενδιαφέρον για τις κυψέλες τοπ-μπαρ είναι αυξανόμενο, κυρίως λόγω της τάσης εκτροφής μελισσιών σε πόλεις και σε ερασιτεχνικό επίπεδο. Επιπλέον οι τοπ-μπαρ κυψέλες δεν έχουν κόστος κατασκευής, διότι μπορούν να γίνουν πολύ εύκολα από ευτελή ξύλα (παλέτες κ.λπ.)
2. Αυτό που αναφέρεται σαν απόσπασμα κειμένου του Wheler, έχει ένα μικρό ιστορικό και ίσως θολό παρασκήνιο. Το 1674, ο Γάλλος γιατρός Jacob Spon (Τζέικομπ Σπον) πραγματοποιεί το πρώτο του ταξίδι στην Ελλάδα (το δεύτερο, το 1676) με στόχο να μελετήσει την αρχαιολογία της πόλης των Αθηνών και ίσως η περιήγησή του αυτή, να θεωρείται από τις πρώτες επιστημονικές περιηγήσεις. Πριν από αυτό το ταξίδι είχε μελετήσει και εκδώσει κείμενο πάνω στο έργο του Ιησουΐτη Pere Babin που αναφερόταν στην Αθήνα. Κατά το ταξίδι αυτό κατέγραψε και διάφορα στοιχεία της καθημερινότητας των κατοίκων επισκεπτόμενος τον Υμηττό, το μοναστήρι της Καισαριανής, τον Πειραιά κ.λπ. Σε ένα μικρό τμήμα του βιβλίου του «Voyage d’Italie, de Dalmatie, de Grece, et du Levant, fait aux annees 1675 et 1676», που εκδόθηκε το 1678, αναφέρει λεπτομέρειες της μελισσοκομίας του μοναστηριού. Μαζί του, σαν συνοδό είχε πάρει τον Άγγλο ευγενή, George Wheler (Tζορτζ Γουέλερ), τον οποίο και αναφέρει στο τίτλο του βιβλίου του. Όπως σημειώνει η κυρία Ιόλη Βιγγοπούλου «ο Wheler θεώρησε ότι, η κοινοκτημοσύνη των κινδύνων και των δαπανών του ταξιδιού συνεπάγεται και την κοινοκτημοσύνη των επιστημονικών αποτελεσμάτων». Το 1682, ο Wheler, εκδίδει το βιβλίο «A journey into Greece», by George Wheler Esq in company of Dr Spon of Lyons, και μέσα εκεί κάνει λεπτομερείς αναφορές στη βοτανολογία της περιοχής (πάνω από χίλια φυτά), στις συνήθειες των κατοίκων και όπως έκανε ο Spon: σε μνημεία, επιγραφές, προϊόντα κ.λπ. Στο βιβλίο του κάνει μια εκτενέστερη αναφορά – σε σχέση με την αντίστοιχη του Spon, στη μελισσοκομία.
Το θέμα της «κλοπής» ή όχι του έργου του Spon από τον Wheler, έχει αναλυθεί επαρκώς από αρκετούς συγγραφείς και ιστορικούς αναλυτές. Έχει δε, αναλυθεί και με το μελισσοκομικό μάτι των Θ. Μπίκο και Γ. Μαυροφρύδη.
Στο βιβλίο της «The World History of Beekeeping and Honey Hunting», η E Crane (Εύα Κρέιν) αντιγράφει ακριβώς τα σημεία που περιγράφουν την μελισσοκομία της εποχής και στα δυο βιβλία, του Spon (στα γαλλικά) και του Wheler (στα αγγλικά). Είναι φανερό ότι η περιγραφή του Wheler στο βιβλίο του είναι αναλυτικότερη και σαφέστερη από αυτή του Spon. Προφανώς, είχε εντυπωσιαστεί από τον τρόπο άσκησης της μελισσοκομίας και της μορφής των κυψελών. Σημειωτέον ότι είναι η πρώτη αναφορά (και ζωγραφιά), αυτής της μορφής «κηρηθροφορέα-κηρήθρας», σαφέστατα πρόδρομου της σύγχρονης κηρήθρας.
3. Είναι ενδιαφέρον ότι σε μια τέτοια επικοινωνιακά δύσκολη εποχή για τη χώρα μας, εμφανίζεται ένα άρθρο στο μεγαλύτερο σε κυκλοφορία και ανάγνωση μελισσοκομικό περιοδικό στον κόσμο, στο «American Bee Journal» (ABJ), που αναφέρεται στις πρωτοπόρες ελληνικές κυψέλες και προσπαθεί να καθαρίσει την εικόνα της πρώτης παγκόσμιας χρήσης μιας τοπ-μπαρ κυψέλης, χαρακτηρίζοντας τους Έλληνες, όχι μόνο πρωτοπόρους, αλλά εκείνους που έδωσαν το φως της σύγχρονης μελισσοκομίας, με σεβασμό στην ζωή και διαιώνιση της «θεϊκής» μέλισσας. Τί έκαναν δηλαδή οι Έλληνες; Το απλούστατο. Παρατήρησαν, σκέφτηκαν και εφάρμοσαν μια ορθή μελισσοκομική πρακτική για την τότε εποχή, η οποία αφήνει και τα δύο μέρη (άνθρωπο-μέλισσα) να συνυπάρξουν εσαεί. Αυτό το καλά κρυμμένο σημείο είναι και το σημαντικότερο. Το σημείο που τώρα φαντάζει μακρινά γενναιόδωρο, μα για εκείνους τους Έλληνες απαραίτητο συστατικό: Η διαδικασία ανάλυσης και πράξης, παίρνοντας υπ’ όψιν τους όλους μα όλους τους γνωστούς για την εποχή παράγοντες. Δεν γράφουμε τα παραπάνω με καλυμμένη αρχαιολαγνεία. Προσπαθούμε να δούμε τί τελικά μας χωρίζει και τί μας ενώνει με τη σκέψη εκείνων των προγόνων. Μάλλον η διαδικασία σκέψης. Σίγουρα δεν είχαν τηλεόραση τότε.
Σχολιάστε το άρθρο