Η μουντοβίνα ή αλλιώς το τσίπουρο των μελισσοκόμων παρασκευάζεται από τους μελισσοκόμους της ορεινής Χαλκιδικής, εδώ και δεκάδες χρόνια και είναι απόσταξη από κερί και μέλι. Η λέξη μουντοβίνα προέρχεται από τις λέξεις μουντό και τη λατινική vina που σημαίνει κρασί, δηλαδή σκούρο κρασί.
Με απόφαση του υφυπουργού Οικονομικών (ΦΕΚ, αριθ. 2827/τεύχος δεύτερο/19-10-2012), η μουντοβίνα αναγνωρίστηκε ως Τοπικό Προϊόν Γεωγραφικής Ένδειξης Ορεινής Χαλκιδικής. Έτσι, η γεωγραφική ένδειξη «μουντοβίνα» μπορεί να συμπληρώνει ή να αντικαθιστά την επωνυμία πώλησης του αλκοολούχου ποτού «απόσταγμα μελιού», υπό την προϋπόθεση ότι αυτό παράγεται εντός της περιοχής της ορεινής Χαλκιδικής (Δήμοι Αριστοτέλη και Πολυγύρου).
Το ποτό παρασκευάζεται από το μέλι που εγκλωβίζεται στο κερί μετά τον τρύγο μαζί με τα απολεπίσματα από τις κερήθρες. Το μείγμα μελιού και κεριού μαζί με νερό βράζεται μέχρι να χυλώσει. Ακολούθως πέφτει σε φίλτρα από όπου προκύπτει ένας ζωμός που μπαίνει σε βαρέλια. Η ζύμωση διαρκεί 20 μέρες. Κατόπιν μπαίνει σε καζάνια απόσταξης από όπου βγαίνει το ποτό.
Η μουντοβίνα χρησιμοποιείται από τους κατοίκους της Ορεινής Χαλκιδικής κατά των κρυολογημάτων αλλά κυρίως ως χωνευτικό. Έχει υψηλό αλκοολικό βαθμό μεγαλύτερο από 45% Vol και γι αυτό εντάσσεται στα «σκληρά» ποτά (μαζί με το ούζο και το τσίπουρο).
Το προϊόν γίνεται ανάρπαστο από τους τουρίστες και η αναγνώρισή του ως προϊόν γεωγραφικής ένδειξης αναμένεται να ωφελήσει περαιτέρω τους μελισσοκόμους και τον τουρισμό της περιοχής.
Δείτε επίσης σχετικές πληροφορίες στο τεύχος Φθινόπωρο 2010 (τ. 7) του Μελισσοκόμου στο άρθρο «Πώς να παρασκευάσω αλκοόλ από μέλι;»
Σχολιάστε το άρθρο