Τα υφιστάμενα μέτρα της ΕΕ για τον μελισσοκομικό τομέα έχουν βοηθήσει τους παραγωγούς να διατηρήσουν την παραγωγή υψηλής ποιότητας μελιού, παρά τη δύσκολη συγκυρία με την αύξηση του κόστους παραγωγής, τις απειλές για την επιβίωση των μελισσών και τον έντονο διεθνή ανταγωνισμό από τις εισαγωγές τρίτων χωρών, σύμφωνα με έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής έκθεση που δόθηκε στην δημοσιότητα την Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου.
Αναλύοντας την εφαρμογή των μέτρων, μεταξύ 2010 και 2012, η έκθεση επιβεβαιώνει ότι ο τομέας έλαβε συνολικά 90.300.000 € για άμεση στήριξη από την Ευρωπαϊκή Ένωση μέσω εθνικών μελισσοκομικών προγραμμάτων.
Αναφέρει, επίσης ότι από τα έξι συγκεκριμένα μέτρα τα οποία θα μπορούσαν να συγχρηματοδοτηθούν στο πλαίσιο του καθεστώτος, τα μέτρα καταπολέμησης της βαρρόας (παράσιτο που αποδυναμώνει το ανοσοποιητικό σύστημα των μελισσών) και η τεχνική βοήθεια προς τους μελισσοκόμους είναι τα πιο ευρέως υποστηριζόμενα, ακολουθούμενη από τον εξορθολογισμό της νομαδικής μελισσοκομίας, την ανασύσταση του μελισσοκομικού κεφαλαίου, την εφαρμοσμένη έρευνα και την ανάλυση του μελιού.
Βάσει της έκθεσης, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν προτίθεται να τροποποιήσει τον κατάλογο των διαθέσιμων μέτρων, αλλά είναι πιθανό να καταστήσει τα μέτρα διαθέσιμα όλο το χρόνο, για περαιτέρω βελτίωση του συντονισμού μεταξύ της ΕΕ και των εθνικών ερευνητικών προγραμμάτων, και να τονίσει πιθανές συνέργιες με τα μέτρα αγροτικής ανάπτυξης (όπως με τη λήψη μέτρων για τον εκσυγχρονισμό, για τους νέους γεωργούς ή την αύξηση των μελιτοφόρων φυτών μέσω των γεωργο-περιβαλλοντικών προγραμμάτων.
Η κατάσταση της αγοράς του μελισσοκομικού τομέα
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης σχετικά με την υλοποίηση των μέτρων του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 1234/2007 του Συμβουλίου που αφορούν τον τομέα της μελισσοκομίας η κατάσταση της αγοράς έχει ως εξής:
Η παγκόσμια αγορά
Παραγωγή
Το 2011 η παγκόσμια παραγωγή μελιού ανήλθε σε 1.636.000 τόνους, σύμφωνα με τον FAO. Η παραγωγή αυξάνεται αργά αλλά σταθερά την τελευταία δεκαετία, με εξαίρεση τα έτη 2007 και 2009.
Η Κίνα είναι η πρώτη χώρα παραγωγής μελιού με 446.000 τόνους, που αντιστοιχούν στο 27,3% της συνολικής παγκόσμιας παραγωγής. Ακολουθεί η ΕΕ με 217.000 τόνους (13,3%). Άλλες βασικές χώρες παραγωγής μελιού είναι η Τουρκία, με σταθερή αύξηση της παραγωγής, η Ουκρανία και οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Το μερίδιο της Νότιας και Κεντρικής Αμερικής έχει μειωθεί, κυρίως λόγω σημαντικής πτώσης της παραγωγής στην Αργεντινή από το 2005 και μετά.
Συναλλαγές
Περίπου το ένα πέμπτο της παγκόσμιας παραγωγής μελιού αποτελεί αντικείμενο εμπορικών συναλλαγών στη διεθνή αγορά, σύμφωνα με τα δεδομένα του FAO και της COMEXT.
Οι παγκόσμιες εξαγωγές κυμαίνονται από 300.000 έως 360.000 τόνους εδώ κα αρκετά έτη,· το 2011 ανήλθαν σε 335.000 τόνους περίπου. Η Κίνα αύξησε τις εξαγωγές της και τα τελευταία τέσσερα έτη αποτελεί τον πρώτο εξαγωγέα παγκοσμίως, εξάγοντας περίπου 100.000 τόνους μελιού το 2011. Η Αργεντινή κατέχει τη δεύτερη θέση, αλλά οι ποσότητες των εξαγωγών της μειώνονται και το 2011 διαμορφώθηκαν στους 72.000 τόνους.
Η ΕΕ και οι ΗΠΑ είναι οι δύο κυριότεροι εισαγωγείς μελιού.
Η αγορά της ΕΕ
Παραγωγή
Σύμφωνα με τη EUROSTAT, η παραγωγή μελιού στην ΕΕ ανήλθε σε 217.366 τόνους το 2011. Η παραγωγή της ΕΕ παρουσιάζει ελαφρά αύξηση τα τελευταία δέκα έτη (+6% από το 2010) με αρνητικές και θετικές ετήσιες διακυμάνσεις ανάλογα με τις καιρικές συνθήκες.
Η τιμή πώλησης του μελιού εξαρτάται από το είδος και την ποιότητά του, καθώς και από τον δίαυλο εμπορίας· το επιτραπέζιο μέλι (αντιστοιχεί στο 85% του μελιού που πωλείται στην ΕΕ) πωλείται σε υψηλότερες τιμές από το βιομηχανικό μέλι, ενώ το μονοανθικό μέλι είναι και αυτό ακριβότερο.
Όσον αφορά τον δίαυλο εμπορίας, οι μελισσοκόμοι επιτυγχάνουν την υψηλότερη δυνατή τιμή όταν πωλούν απευθείας τα προϊόντα τους στους καταναλωτές· η δεύτερη καλύτερη επιλογή είναι η πώληση επεξεργασμένου μελιού σε λιανοπωλητές, ενώ στην τρίτη θέση βρίσκονται οι πωλήσεις σε συσκευαστές και διανομείς.
Το μεγαλύτερο μέρος του μελιού της ΕΕ πωλείται απευθείας στους καταναλωτές από τους μελισσοκόμους· αυτό σχετίζεται επίσης με τον μη επαγγελματικό, κατά κύριο λόγο, χαρακτήρα της μελισσοκομίας στα περισσότερα κράτη μέλη. Ωστόσο, διαπιστώνονται ορισμένες διαφορές όσον αφορά τους διαύλους εμπορίας στην ΕΕ· για παράδειγμα, στην Ισπανία το βασικότερο μέρος της παραγωγής πωλείται στον τομέα μεταποίησης/συσκευασίας, γεγονός που συνάδει με τα υψηλότερα ποσοστά επαγγελματικής ενασχόλησης που χαρακτηρίζουν τον κλάδο στην εν λόγω χώρα.
Συναλλαγές
Η ΕΕ είναι καθαρός εισαγωγέας μελιού, καθώς η παραγωγή της καλύπτει μόνο το 61,6% της κατανάλωσής της. Το επίπεδο της κατανάλωσης διατηρείται αρκετά σταθερό σε βάθος χρόνου, με τον μέσο όρο να κυμαίνεται σε 0,70 kg κατά κεφαλήν.
Οι τρεις βασικότεροι παραγωγοί μελιού στην Ένωση είναι η Ισπανία, η Γερμανία και η Ρουμανία με την παραγωγή τους το 2011 να είναι 34.000, 25.831 και 24.127 τόνοι αντίστοιχα. Άλλα σημαντικά κράτη μέλη-παραγωγοί είναι η Ουγγαρία (19.800 τόνοι), η Γαλλία (16.000 τόνοι), η Ελλάδα (14.300 τόνοι) και η Πολωνία (13.369 τόνοι).
Οι εισαγωγές μελιού στην ΕΕ κυμαίνονται μεταξύ 120.000 και 150.000 τόνων από το 2000 και μετά. Το 2012 η Ευρωπαϊκή Ένωση εισήγαγε 149.248 τόνους μελιού, κυρίως από την Κίνα (63.961 τόνοι, δηλαδή το 43% των συνολικών εισαγωγών) και κατά δεύτερο λόγο από την Αργεντινή (22.344 τόνοι). Το ποσοστό των κινεζικών εισαγωγών αυξάνεται συνεχώς από το 2008 λόγω των πολύ χαμηλών τιμών ενώ, παράλληλα, το ποσοστό των εισαγωγών από την Αργεντινή μειώνεται. Ο Μεξικό είναι ο τρίτος προμηθευτής με 21.249 τόνους και η Ουκρανία ο τέταρτος με 8.949 τόνους.
Η Γερμανία είναι το κυριότερο κράτος μέλος εισαγωγής, καθώς οι εισαγωγές στην εν λόγω χώρα αντιστοιχούσαν σε πάνω από το ένα τρίτο επί του συνόλου των εισαγωγών το 2012.
Η μέση μοναδιαία τιμή εισαγωγής μελιού στην ΕΕ αυξήθηκε από το 2010, φτάνοντας τα 2,08 €/kg το 2012. Το κινεζικό μέλι έχει τη χαμηλότερη μοναδιαία τιμή, 1,44 €/kg. Οι μέσες μοναδιαίες τιμές εισαγωγής για άλλους βασικούς προμηθευτές της ΕΕ είναι οι εξής: 1,83 €/kg για την Ουκρανία, 2,23 €/kg για την Αργεντινή και 2,44 €/kg για το Μεξικό.
Οι εξαγωγές της Ένωσης αυξήθηκαν από το 2010 και ανήλθαν σε 14 275 τόνους το 2012 (+ 33%). Ωστόσο, εξακολουθούν να είναι περιορισμένες, αντιστοιχώντας σε λιγότερο από το 7% της παραγωγής. Οι βασικοί προορισμοί των εξαγωγών της ΕΕ δεν έχουν αλλάξει από το 2010: Ελβετία, Ιαπωνία, Σαουδική Αραβία και Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής.
Η Γερμανία και η Ισπανία είναι οι βασικοί εξαγωγείς της ΕΕ· οι εξαγωγές των δύο αυτών κρατών μελών μαζί αντιπροσωπεύουν πάνω από τις μισές εξαγωγές της Ένωσης.
Η μέση μοναδιαία τιμή εξαγωγής μελιού από την Ένωση αυξάνεται συνεχώς από το 2010 φτάνοντας τα 5,14 €/kg το 2012. Κατά συνέπεια, η διαφορά μεταξύ των μοναδιαίων τιμών εισαγωγής και εξαγωγής έχει διευρυνθεί σημαντικά και κυμαίνεται στα 3 €/kg. Αυτή η διαφορά στις τιμές μπορεί να εξηγηθεί από το γεγονός ότι οι εξαγωγές της ΕΕ αφορούν κυρίως συσκευασμένο μέλι υψηλής ποιότητας, ενώ οι εισαγωγές περιλαμβάνουν μεγάλες ποσότητες φθηνότερου μελιού συσκευασμένου σε μεγαλύτερα δοχεία που προορίζεται για ανάμειξη ή χρησιμοποιείται στη βιομηχανία τροφίμων.
Απογραφή κυψελών και μελισσοκόμων
Σύμφωνα με τα άρθρα 1 και 9 του κανονισμού (ΕΚ) αριθ. 917/2004, τα κράτη μέλη παρέσχαν πληροφορίες σχετικά με τη διάρθρωση του τομέα της μελισσοκομίας στο πλαίσιο των προγραμμάτων της περιόδου 2011-2013.
Βάσει των στοιχείων αυτών, ο συνολικός αριθμός των μελισσοκόμων στην Ένωση το 2010 ήταν 506.038, εκ των οποίων μόνο το 5,2 % (26.318) θεωρήθηκαν επαγγελματίες μελισσοκόμοι (πάνω από 150 κυψέλες).
Το 2010 ο συνολικός αριθμός κυψελών στην ΕΕ ήταν σχεδόν 14 εκατομμύρια (13.985.091), εκ των οποίων τα 6 εκατομμύρια περίπου (5.659.551) ανήκουν σε επαγγελματίες μελισσοκόμους, οι οποίοι κατέχουν συνεπώς το 40% των κυψελών.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι, καθώς δεν υφίσταται νομική υποχρέωση σε επίπεδο ΕΕ για την καταχώριση των κυψελών σε μητρώα, η συλλογή δεδομένων σχετικά με τον συνολικό αριθμό τους δεν είναι εναρμονισμένη μεταξύ των κρατών μελών και μπορεί να στερείται ακρίβειας. Παρά το γεγονός ότι τα ποσοστά των επαγγελματιών μελισσοκόμων και ο αριθμός των κυψελών που διαχειρίζονται έχει αυξηθεί από το 2007 (33% των κυψελών), ο τομέας εξακολουθεί να απαρτίζεται σε μεγάλο βαθμό από μη επαγγελματίες μελισσοκόμους. Το ποσοστό επαγγελματικής ενασχόλησης είναι γενικά χαμηλό στην ΕΕ, αλλά μπορεί να ποικίλλει σημαντικά μεταξύ των κρατών μελών: για παράδειγμα, στη Γερμανία πάνω από το 99% των μελισσοκόμων είναι μη επαγγελματίες, ενώ στην Ισπανία το 23% των μελισσοκόμων είναι επαγγελματίες.
Ο αριθμός των κυψελών στην ΕΕ αυξήθηκε κατά 3% (382.372) το 2010 σε σύγκριση με την απογραφή του 2007. Σύμφωνα με τους μελισσοκόμους, η αύξηση αυτή είναι απαραίτητη προκειμένου να αντισταθμιστεί η θνησιμότητα των μελισσών. Ωστόσο, οδήγησε ταυτόχρονα και στην αύξηση της παραγωγής μελιού κατά 6% την ίδια περίοδο.
Τα κράτη μέλη με τις περισσότερες κυψέλες είναι τα εξής: Ισπανία (19,3%), Ελλάδα (11,8%), Γαλλία (10,5%), Ρουμανία (10%) και Ιταλία (8,8%). Εντούτοις, οι χώρες με τις περισσότερες κυψέλες δεν είναι πάντα οι χώρες με την υψηλότερη παραγωγή μελιού.
Αυτό μπορεί να εξηγηθεί από περιβαλλοντικές διαφορές (κλίμα, ποσότητα νέκταρος, πυκνότητα των αποικιών μελισσών κ.λπ.), καθώς και από την έλλειψη εναρμονισμένης μεθόδου σε επίπεδο ΕΕ για την παρακολούθηση του αριθμού των κυψελών, κάτι που οδηγεί σε θεαματικές διαφορές απόδοσης ανά κυψέλη μεταξύ των κρατών μελών (από 9 έως 51 kg το 2010 στην ΕΕ). Ως αποτέλεσμα, η Γερμανία έχει λιγότερες κυψέλες (5,6%) από την Ελλάδα, την Ιταλία, τη Γαλλία και τη Ρουμανία, αλλά παράγει περισσότερο μέλι από όλες αυτές τις χώρες λόγω υψηλότερων αποδόσεων παραγωγής (έως 37,2 kg ανά κυψέλη το 2011). Η Ουγγαρία εμφανίζει επίσης υψηλές μέσες αποδόσεις ανά κυψέλη (27,4 kg το 2010), με αποτέλεσμα να κατέχει την τέταρτη θέση στην παραγωγή μελιού στην ΕΕ, παρότι κατέχει μόλις το 7,1% των κυψελών.
Πηγή: ΠΑΣΕΓΕΣ
Σχολιάστε το άρθρο