Νομίζω πως ήταν χειμώνας του ’87 ή κάπου εκεί γύρω. Πίσω μου καθόταν ένα ζευγάρι ηλικιωμένων. Παλιός μελισσοκόμος εκείνος. Στα πρώτα μου τσιμπήματα εγώ. Τέλειωσε η ταινία. Κοιταχτήκαμε. Συνοφρυωμένος και απογοητευμένος εκείνος. Χαμογελαστός και σκεπτικός εγώ. Χάσμα των γενεών σκέφτηκα. Εκ των υστέρων συνειδητοποίησα, ότι η σκέψη αυτή ήταν μια σολομώντεια λύση που ικανοποιούσε την δική μου μελισσοκομική απειρία και την πολύχρονη γνώση εκείνου. Μια σολομώντεια λύση που ικανοποιούσε τον θαυμασμό μου για τις εικόνες του Αγγελόπουλου και την ισχυρή θέση της μελισσοκομικής τέχνης στη ζωή εκείνου. Εγώ δεν περίμενα τίποτε. Νέος γαρ. Εκείνος περίμενε να δει τη ζωή του. Περίμενε να δει ένα μελισσοκόμο.
Πλάνη του λόγου; Κινηματογραφική σοφιστία; Όχι.
Ο διάλογος μεταξύ δημιουργού και θεατή υπήρξε.
Ο διάλογος μεταξύ δημιουργού και θεατή μελισσοκόμου δεν πραγματώθηκε ποτέ.
Γι’ αυτό στην πρώτη ανάγνωση – προβολή, βγήκα χαμογελαστός. Θεατής ήμουνα. Και μάλιστα θεατής που γοητευόταν και συνεχίζει να γοητεύεται από τις εικόνες του «Τεό».
Πολύ αργότερα, όταν «έγινα» μελισσοκόμος, πολύ αργότερα όταν ξανάδα την ταινία, δεν βγήκα με χαμόγελο. Έμοιαζα με εκείνον, τον ηλικιωμένο μελισσοκόμο της πρώτης προβολής. Δεν χαμογέλασα.
Ένα χαμόγελο που χάθηκε. Ένα χαμόγελο που κύλησε, μα χορτάριασε στο πέρασμα του χρόνου. Είμαι βέβαιος πως υπήρξε. Είμαι βέβαιος πως χάθηκε.
Χάθηκε, όχι γιατί άλλαξαν οι εικόνες της ταινίας. Χάθηκε, όχι γιατί μεγάλωσα.
Χάθηκε, γιατί άλλαξα εγώ. Χάθηκε, γιατί ήμουνα μελισσοκόμος πια.
Ο Αγγελόπουλος δεν έκανε μια ταινία για τους μελισσοκόμους θεατές. Ο Αγγελόπουλος έκανε μια ταινία για τους θεατές, χρησιμοποιώντας έναν μελισσοκόμο, όπως ακριβώς έναν πραματευτή, έναν πλανόδιο καρεκλά, έναν ηθοποιό σε θίασο του δρόμου. Δεν «τοποθετεί» όμως, τον μελισσοκόμο μέσα στην ιστορία του, μόνο σαν κεντρικό ήρωα και αφηγητή, αλλά προσπαθεί να στηρίξει την ιστορία του, κάνοντας ένα δειλό και επιφανειακό μελισσοκομικό βήμα. Αυτό είναι και το έλλειμμα της ταινίας για ένα μελισσοκόμο θεατή. Πέφτει στην παγίδα της ίδιας του της εικόνας. Ο μελισσοκόμος που είναι απόμακρος, μοναχικός, σκεπτικός, ανικανοποίητος με το συμβατό κοινωνικά. Ο μελισσοκόμος που συμμετέχει σε κάτι μαγικό, τρομακτικό, δυσνόητο, ταξιδιάρικο, απρόβλεπτο, αλλά και διανοούμενο σε όποιο βαθμό.
Υπάρχει μια ισχυρή σχέση μεταξύ μελισσοκόμου, μελισσιού, ταξιδιού και συνθηκών. Μια ισχυρή σχέση που δεν αποτυπώνεται κατ’ ελάχιστο στην ταινία, χρησιμοποιώντας παρ’ όλα αυτά τα επιμέρους στοιχεία, αυθαιρετώντας στην πλοκή που καθορίζει την κοινή τους συνύπαρξη.
Ο Αγγελόπουλος έπλασε ένα μύθο για τον μελισσοκόμο στο μυαλό του, πιθανά μεγάλο μέρος του κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων και προσπάθησε τον ίδιο μύθο ή τμήματά του να χρησιμοποιήσει στο έργο του. Χάσαμε τη μαγεία στις αλλεπάλληλες «μεταφράσεις».
Ο Σπύρος, δάσκαλος και μελισσοκόμος (Marcello Mastroianni) κινείται – μεταφέρεται και περιφέρεται μαζί με τα μελίσσια του σε διάφορα μέρη της χώρας. Περιφέρεται βάσει ενός χάρτη με προαποφασισμένους σταθμούς, σαν να μην υπάρχει κανένας αυτοπροσδιορισμός με το γύρω, σαν να μην υπάρχει κανένα σημείο αναφοράς και επιστροφής. Είναι τόσο εμφανώς φοβισμένος ο Mastroianni στις μελισσοκομικές σκηνές, που αδικείται. Η ερμηνεία του είναι συγκλονιστική, όπως τον ξέρουμε, δεμένος με το ρόλο του. Η σχέση με την οικογένεια λειψή. Η σχέση με τους φίλους δεμένη στο ομιχλώδες παρελθόν. Αναχωρητής ή απλά ένας αδύναμος άνθρωπος. Ένας μελισσοκόμος που αυτοκτονεί καταστρέφοντας τα μελίσσια του!!! Το συγκεκριμένο τέλος που δεν συνάδει με την ιδιότητα του μελισσοκόμου, θα μπορούσε μόνο να απαντηθεί σε ένα απίστευτα στριμωγμένο μυαλό, που δεν συμπεραίνεται στο χαρακτήρα του ήρωα.
Ο αντίλογος στα παραπάνω έρχεται από την διττή όψη του κινηματογραφικού έργου μέσα στην αίθουσα, το ψευδές και αληθινό αγκαλιά με τον θεατή. Εφόσον υπήρξε στο μυαλό του σκηνοθέτη, ο συγκεκριμένος μελισσοκόμος υπάρχει. Αυτόν δημιουργεί – παρατηρεί η ταινία. Είναι μια ταινία για τον Σπύρο, μελισσοκόμο και δάσκαλο με διαμορφωμένες συγκεκριμένες σχέσεις. Μια ταινία για τον συγκεκριμένο μελισσοκόμο, που βγήκε από την συγκεκριμένη επιθυμία του συγκεκριμένου σκηνοθέτη, να μας πει κάτι για τον συγκεκριμένο κόσμο του νου του τη συγκεκριμένη στιγμή. Δεν είναι μια ταινία για μελισσοκόμους. Είναι μια ταινία για όλους τους υπόλοιπους και φυσικά για τον μελισσοκόμο Σπύρο.
Το κείμενο αυτό δεν αποτυπώνει μια κριτική στην ταινία. Το κείμενο αυτό αποτυπώνει μια κριτική ματιά ενός μελισσοκόμου στην ταινία. Δεν μπορώ να αποβάλλω ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού μου για να δω την ταινία διαφορετικά. Μπορώ να δω την ταινία, μπορώ να ευχαριστηθώ με την ταινία, μα δεν μπορώ να ταυτιστώ με τον ήρωα της και αυτό που φαινομενικά κουβαλά. Δεν μπορώ να αφεθώ, να με συνεπάρει η ιστορία, να ανοίξω συζήτηση με το δημιούργημα, γιατί είναι ισχυρό το μελισσοκομικά ψευδές που προβάλλεται με αποτέλεσμα την δραματική απογοήτευση. Αδυναμία δικιά μου, θα μπορούσε να πει κάποιος. Θα συμφωνούσα μαζί του. Η σχέση όμως μελισσοκόμου μελισσών, φύσης, ταξιδιού, είναι τόσο παθιασμένη και άρρηκτα δεμένη, που δεν χωρά εκπτώσεις με επιλεκτικές τομές και πολύ περισσότερο με λάθος μεταφρασμένες τομές. Πιθανά, αν ήμουν ηθοποιός, να μην έβλεπα το «θίασο» με τον τρόπο που μπορώ τώρα, ξένος στο χώρο. Πιθανά, αν ζούσα σε μια πνιγηρή σχέση ενός ορεινού χωριού, να μην έβλεπα την «Αναπαράσταση» με τον τρόπο που μπορώ τώρα.
«Ο μελισσοκόμος» είναι μια ταινία που πιθανά θα «διαλεχθεί» με τον θεατή. Δυστυχώς, δεν θα «διαλεχθεί» με τον μελισσοκόμο θεατή.
Η φωτογραφία του Γιώργου Αρβανίτη είναι όπως μας είχε κακομάθει. Ποιητική. Η μουσική της Ελένης Καραΐνδρου μας ταξιδεύει μεταξύ βαλς και rock, χωρίς να καταλάβουμε πώς έγινε αυτό το πέρασμα με το μαγικό σαξόφωνο του Garbarek. Μια ταινία που οφείλουν να δουν, οι μελισσοκόμοι. Δεν υπάρχουν και πολλές ταινίες που προσπαθούν να πραγματευτούν «εμάς».
- Έγχρωμη. Διάρκεια 120’
Σκηνοθεσία: Θόδωρος Αγγελόπουλος
Σενάριο: Θόδωρος Αγγελόπουλος,
Δημήτρης Νόλλας
Συνεργασία στο σενάριο: Tonino Guerra
Φωτογραφία: Γιώργος Αρβανίτης
Σκηνικά: Μικές Καραπιπέρης
Κοστούμια: Γιώργος Ζιάκας
Μουσική: Ελένη Καραϊνδρου (Σαξόφωνο: Jan Garbarek – Τραγούδι: Γιώργος Νταλάρας, Julie Massino)
Ήχος: Νίκος Αχλάδης
Μιξάζ: Θανάσης Αρβανίτης
Μοντάζ: Τάκης Γιαννόπουλος
Ερμηνευτές: Marcello Mastroianni (Σπύρος), Νάντια Μουρούζη (κοπέλα), Serge Reggiani (άρρωστος), Τζένη Ρουσσέα (γυναίκα του Σπύρου), Ντίνος Ηλιόπουλος (φίλος του Σπύρου, μηχανικός προ-βολής), Βάσια Παναγοπούλου (μικρή κόρη του Σπύρου), Δημήτρης Πουλικάκος (σύζυγος της μεγάλης κόρης), Νίκος Κούρος, Γιάννης Ζαβραδινός, Χριστόφορος Κ. Νέζερ, Κώστας Κωνσταντόπουλος, Κώστας Τύμβιος, Ντόρα Βολανάκη, Αθηνόδωρος Προύσαλης, Καριοφυλιά Καραμπέτη (μεγάλη κόρη του Σπύρου), Σταμάτης Γαρδέλης, Στράτος Πάχης, Μιχάλης Γιαννάτος.
Παραγωγή: Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, Marin Karmitz Productions, ET-1, RAI3, ICC,Θόδωρος Αγγελόπουλος.
Διεύθυνση παραγωγής: Αιμίλιος Κονιτσιώτης
Ανεξαγόρας Λ. Σκιδούρης
Σχολιάστε το άρθρο