Κατ’ αρχήν και προς όφελος της δημόσιας αυτής συζήτησης, που ελπίζουμε να προκαλέσει το κείμενο αυτό, οφείλουμε να δώσουμε δύο «αξιωματικές» προτάσεις με τη μορφή ενός ορισμού και μιας παραδοχής, έτσι ώστε να έχουμε μια κοινή αρχική βάση επικοινωνίας.
O ορισμός
έρευνα (η) [αρχ] {-ας κ. (λογ.) –εύνης/ -ευνών}
1. Η συστηματική εξέταση δεδομένων για την επιβεβαίωση, τον εμπλουτισμό ή την ανακάλυψη νέων στοιχείων: κοινωφελής / δημόσια / ιδιωτική / ελεύθερη / εξονυχιστική / πολιτική / στρατιωτική … τού διαστήματος / τού εδάφους / τού υπεδάφους / των Γραφών ΣΥΝ. (λογ.) αναδίφηση, μελέτη …
(από το λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας, Γ. Μπαμπινιώτης)
Η παραδοχή
Ο ερευνητής, ερευνά ότι εκείνος θέλει και μπορεί. Δεν μπορεί να του επιβάλλεται κανενός είδους πίεση ή κατευθυντήρια οδηγία ως προς την φύση των αποτελεσμάτων, ακόμη και αν του ανατεθεί ένα συγκεκριμένο πρόβλημα προς επίλυση που εκείνος δεν θα επέλεγε. Το οποιοδήποτε ερευνητικό αποτέλεσμα, όσο μικρό και αν κρίνεται, είναι βέβαιο ότι θα χρησιμοποιηθεί κάποτε από κάπου στην προσπάθεια κατανόησης του “γύρω μας και του εγώ”.
Ο συνδυασμός του “ορισμού”, της “παραδοχής” και της σημερινής δομής της κοινωνίας παράγουν ένας «ασαφές σημείο». Ένα σημείο που μοιάζει με την κόψη του ξυραφιού. Το σημείο διαχωρισμού της έρευνας από την εφαρμοσμένη έρευνα.
– Σ’ αυτό το σημείο, στέκεται το «κατηγορείν» για τα «κακά της έρευνας» (πυρηνικές βόμβες, βιολογικά όπλα, μεταλλαγμένα, φτώχεια στον “τρίτο κόσμο”, κ.λπ.).
– Στο ίδιο αυτό σημείο, στέκεται ο «εγκωμιασμός» για τα «καλά της έρευνας» (ιατρική – συμβατική ή όχι, τεχνολογία της καθημερινής ζωής, κ.λπ.).
– Σ’ αυτό το σημείο, στέκεται η μεταβαλλόμενη «ηθική της επιστήμης» σαν αποτέλεσμα των διαφορετικών κοινωνικών αντιλήψεων ανά τους αιώνες και μαζί η «ηθική του ερευνητή» που δεν είναι κατ’ ανάγκη ίδια με την επικρατούσα ηθική της επιστήμης.
– Στο ίδιο αυτό σημείο, η «εξειδίκευση» δεσπόζει σαν βασίλισσα στο θρόνο της, μόνο που πολλές φορές μένει μόνη της, χωρίς υπηκόους, χωρίς καμιά επαφή με τις ανάγκες. Και βέβαια εννοούμε τη στείρα ειδίκευση που δεν μπορεί να δεχτεί την ανταλλαγή, την ανακλαστικότητα και την συσχέτιση της έρευνας με άλλους τομείς.
– Στο ίδιο θολό «ασαφές σημείο» περιπλέκεται η χρηματοδότηση μιας έρευνας, που πολλές φορές είναι και σημείο έριδας μεταξύ της κοινότητας.
Και τέλος στο ίδιο αυτό σημείο στέκεται μια ανερχόμενη πληγή για την έρευνα και τον ερευνητή: “η πατέντα”. Ένας θεσμός πλέον στην κοινωνία μας που στροβιλίζεται γύρω από το βωμό του κέρδους. Κάποτε αντ’ αυτού υπήρχε μόνο η πιθανή υστεροφημία του ερευνητή και η απαίτηση ονοματοδοσίας ενός αποτελέσματος. Ο αντίλογος στην “πατέντα” είναι η δημοσιευμένη ελεύθερη γνώση και η χρήση της όποιας εφαρμογής.
Στο συσχετισμό όλων των παραπάνω (και άλλων που θα γραφόντουσαν σε ένα άλλο, πιο αναλυτικό κείμενο), καθώς και στην πιθανή άγνοια του αποδέκτη, οφείλονται οι αντιμαχόμενες θέσεις μεταξύ του ερευνητή και του αναγνώστη αποτελεσμάτων έρευνας.
Ας φύγουμε όμως από την αναγκαία αρχική γενική τοποθέτηση προσπαθώντας να πάμε σε μια πιο ειδική ανάλυση που αφορά στο ερώτημα της επικεφαλίδας περιστρεφόμενοι γύρω από τη μελισσοκομία και το «ασαφές σημείο» έρευνας στον κλάδο.
Η μελισσοκομία στην Ελλάδα εμφανώς συμμετέχει ως ένα πολύ μικρό κεφάλαιο στο συνολικό παραγόμενο εθνικό προϊόν. Και λέμε εμφανώς γιατί πιστεύουμε ότι, υπάρχει μια αθέατη, αλλά πολύ σημαντική συνεισφορά της μελισσοκομίας στην παραγωγή της χώρας και που ονομάζουμε επικονίαση, βιοποικιλότητα, κ.λπ. Μελισσοκόμοι, ερευνητές, και φορείς (οι εμπλεκόμενοι) δεν έχουμε αναδείξει αυτή τη συνεισφορά. Αποτέλεσμα αυτού: η χρηματοδότηση της έρευνας στη μελισσοκομία είναι μηδαμινή και με δεδομένο τα τρέχοντα παρουσιαζόμενα οικονομικά της χώρας, δεν προβλέπεται αύξηση. Μάλλον προς μείωση ωθείται. Τι σημαίνει όμως αυτό για την μελισσοκομική έρευνα; Σημαίνει ότι ο Ερευνητής πρέπει να κάνει ότι μπορεί με τα ελάχιστα και αυτό από μόνο του προδιαγράφει ελάχιστα αποτελέσματα. Αυτό προδιαγράφει ότι θα κινηθεί σε μια πιο “εύκολη έρευνα”, που θα απαιτεί λιγότερες εργατοώρες και σε θέματα κυρίως εργαστηριακά που εν’ συντομία, η ερευνά τους έχει μια μηχανιστική προσέγγιση. Έτσι μπορεί να καλύψει την ανάγκη του για δημοσιεύσεις, με δεδομένη τη δυσκολία εύρεσης πόρων αλλά κυρίως καλύπτει μια εσωτερική ανάγκη, το πάθος της δουλειάς του. Το τελευταίο είναι και το πιο σημαντικό κατά τη γνώμη μας. Το πιο σημαντικό στοιχείο που εμείς κρίνουμε, χωρίς όμως να έχουμε καθαρή εικόνα γι’ αυτό, γιατί ενώ η μελισσοκομική έρευνα στην Ελλάδα επαφίεται στο πάθος των ερευνητών, εμείς κρίνουμε, όχι το πάθος τους αλλά το ερευνητικό τους αποτέλεσμα. Ασυνεπές.
Θα μπορούσε βέβαια να πει κάποιος: Υπάρχει και η ιδιωτική χρηματοδότηση. Ναι θα απαντούσαμε, υπάρχει. Κινείται όμως σίγουρα σε θέματα που άπτονται του τελικού προϊόντος, με σκοπό την εκμετάλλευση των αποτελεσμάτων για εμπορικούς ή φορολογικούς σκοπούς. Δεν το αναφέρουμε αυτό σαν «μίασμα», αλλά για να καταδείξουμε την ερευνητική κατεύθυνση. Ότι καινούργιο μαθαίνει ο καταναλωτής για τις ιδιότητες των προϊόντων μέλισσας, αυξάνει την κατανάλωση και τα μεγέθη εκμετάλλευσης σε επίπεδο κλάδου, συνεπώς αυξάνει τις μελισσοκομικές εκμεταλλεύσεις και άρα τις μέλισσες που πετάνε στον εναέριο ελληνικό χώρο και επισκέπτονται τα πολύχρωμα λουλούδια της ταλαιπωρημένης γης. Θετικό στη γένεσή του.
Θετικό στη γένεσή του (κυριολεκτικά) είναι και το μοναδικό παράδειγμα (αν υπάρχει άλλο δεν ήρθε στα αυτιά μας) χρηματοδότησης έρευνας από συνδικαλιστικό μελισσοκομικό φορέα. Είναι αυτό της ΟΜΣΕ προς το Ινστιτούτο Κτηνιατρικών Ερευνών Αθηνών, για την διερεύνηση της εξάπλωσης και της βιολογίας του Matsucoccus Josephi. Παράδειγμα προς μίμηση γιατί ακολουθήθηκε ένας προφανής αλγόριθμος:
Ύπαρξη προβλήματος – αξιολόγηση από τους άμεσα εμπλεκόμενους- χρηματοδότηση και ανάθεση έρευνας – έρευνα – αποτελέσματα – δημοσιοποίηση – αξιολόγηση από την επιστημονική κοινότητα – πιθανή εφαρμογή ή χρήση των αποτελεσμάτων από τους άμεσα εμπλεκόμενους.
Μαγευτικά απλός μηχανισμός. Στη συγκεκριμένη έρευνα δεν έχουν βγει ακόμη αποτελέσματα, αλλά με κοινή αναγνώριση του εχθρού (Matsucoccus), με σίγουρα καλά αποτελέσματα (πρώτη έρευνα στην Ελλάδα), με εξειδίκευση που κοιτάζει γύρω της, με νόμιμη και σαφή χρηματοδότηση και χωρίς το φόβο πατενταρίσματος, νομίζουμε ότι δεν θα διαψευσθούμε ως προς τη καλή έκβαση της προσπάθειας.
Δεν αναφερθήκαμε τυχαία στο συγκεκριμένο παράδειγμα. Το κάναμε γιατί μας εντυπωσίασε η εμπλοκή ενός συνδικαλιστικού οργάνου. Δηλαδή μας δείχνει, ότι το φαινομενικά «κλειστό σύστημα» έρευνας εμπεριέχει τους μελισσοκόμους και τα προβλήματά τους. Δηλαδή έχει ανοιχτή είσοδο εισροής “προβλημάτων”.Όταν οι μελισσοκόμοι αντιμετωπίζουν ένα πρόβλημα μπορούν να το εισάγουν στο σύστημα έρευνας και εκείνο θα ανταποκριθεί. Οι πιο μεγάλοι σε ηλικία θα θυμόμαστε την κινητοποίηση των επιστημόνων στην είσοδο της Βαρρόα στην χώρα. Θα θυμόμαστε την κινητοποίηση των επιστημόνων στην επιδημία της ασκοσφαίρωσης και της τραχειακής ακαρίασης, τέλος της δεκαετίας ’80, αρχές του ’90. Θα θυμόμαστε τις παλιές μεθόδους βασσιλοτροφίας (απλό κόψιμο παραφυάδων) και τις καινούργιες με τα μυστικά τους. Την παλιά αλόγιστη χρήση αντιβιοτικών, την ύπαρξη στα μελίσσια κηρηθρών «από τους παππούδες μας», φορείς φαρμάκων και ασθενειών, και την μετεξέλιξη σε συχνή αλλαγή κηρηθρών, τις μεθόδους τροφοδοσίας, τις ανοιχτές πόρτες, κ.λπ. Όλα αυτά έγιναν γιατί κάποιοι επιστήμονες τρέχανε στα σεμινάρια μελισσοκομίας και ταυτόχρονα κάνανε έρευνα. Ας μην το ξεχνάμε αυτό. Η μελισσοκομία στην Ελλάδα άλλαξε προς καλύτερους δρόμους,γιατί κάποιοι ερευνούσαν, κάποιοι δίδασκαν «χωρίς μυστικά» και κάποιοι κάνανε και τα δυο. Δηλαδή δεν υπήρχε έλεγχος των αποτελεσμάτων που εξαγόταν από το σύστημα. Συνεπώς, το σύστημα μελισσοκομικής έρευνας στην Ελλάδα ήταν και είναι ένα «ανοιχτό σύστημα». Δέχεται ερεθίσματα, δρα και παράγει αποτελέσματα.
Η απάντηση ήρθε σχεδόν μόνη της.
ΝΑΙ, υπάρχει μελισσοκομική έρευνα στην Ελλάδα.
Τότε γιατί η γκρίνια;
Γιατί πιθανά, οι μελισσοκόμοι δεν ταξινομούν τα πραγματικά τους προβλήματα.
Γιατί πιθανά, οι μελισσοκόμοι δεν πιέζουν για άμεση χρηματοδότηση ερευνών προς την κατεύθυνση των πιεστικών πραγματικών προβλημάτων τους.
Γιατί πιθανά, οι μελισσοκόμοι ακολουθούνε ένα σχέδιο βοήθειας (Ν.1221), χωρίς πραγματική αξιολόγηση του μέχρι τώρα έργου και δεν απαιτούν τομές στις χρηματοβόρες και αναποτελεσματικές δράσεις.
Γιατί πιθανά, οι μελισσοκόμοι έχουν να οργανώσουν ένα μελισσοκομικό συνέδριο (όχι happening) πολλά χρόνια τώρα.
Γιατί πιθανά, οι μελισσοκόμοι μπερδεύουνε την διδασκαλία με την έρευνα. Άλλο το ένα και άλλο το άλλο. Ένας καλός δάσκαλος δεν σημαίνει καλός ερευνητής και τούμπαλιν.
Γιατί πιθανά, οι επιστήμονες δεν ταξινομούν τα πραγματικά προβλήματα του κλάδου, ανεξαρτήτως του βαθμού δυσκολίας επιλυσής τους.
Γιατί πιθανά, οι επιστήμονες δεν απαιτούν την απαραίτητη και αναγκαία χρηματοδότηση για την απρόσκοπτη συνέχεια του έργου τους.
Γιατί πιθανά, οι επιστήμονες κάνουν την ατομική τους προσπάθεια, αλλά δεν την μετουσιώνουν σε Εθνική. Δηλαδή δεν φαίνεται να υπάρχει, στοχευμένη έρευνα από όλους τους φορείς (Πανεπιστήμια, ΕΘΙΑΓΕ, Ινστιτούτο) ταυτόχρονα με μια συνεκτική προσπάθεια. Δηλαδή σπατάλη του ερευνητικού ανθρώπινου δυναμικού.
Γιατί πιθανά, οι επιστήμονες δεν δημοσιοποιούν την ερευνά τους, στους ίδιους τους μελισσοκόμους. Η σχέση ερευνητή – μελισσοκόμου δεν είναι ίδια με αυτή του συγγραφέα – αναγνώστη. Ένα μονοετές ή διετές έντυπο με τις περιλήψεις όλων των δημοσιευμένων εργασιών Ελλήνων ερευνητών (ή συνεργασίες τους) θα φώτιζε και θα χαροποιούσε πολλούς μελισσοκόμους (λιτή, οικονομική πρόταση χωρίς πολλή δουλειά υλοποίησης).
Γιατί πιθανά, επιστήμονες και μελισσοκόμοι δεν έχουν συνείδηση του ότι, η έρευνα είναι σαν τον άνθρωπο που περπατά και θα συνεχίσει να περπατά. Θα περπατά χωρίς να νοιάζετε αν πάει πάνω ή κάτω, ευθεία ή πλάγια. Θα περπατά. Η έρευνα με τα συμπεράσματά της μας δείχνουν τον πολιτισμό μας, είναι ένα τμήμα του πολιτισμού μας. Τον πολιτισμό δεν τον δημιουργούν “μονίμως κάποιοι άλλοι”. Δικό μας δημιούργημα είναι.
Και τώρα πώς κλείνουμε με τέτοιο ανακάτεμα;
Πώς αλλιώς; Με τα “κοινά”, που ξεχνάμε, ότι είναι πάντα περισσότερα. Με τα “κοινά” που είναι πάντα στοιχεία συμπόρευσης.
Η μελισσοκομική έρευνα ακουμπά σε μια σειρά επιστημών (βιολογία, γεωπονία, χημεία, κτηνιατρική…). Ασχολείται με ζωντανούς οργανισμούς, που μελετώνται δύσκολα και με πολύ κόπο. Είναι μια επίπονη εργασία η οποία χρειάζεται χρόνο και πάθος για να αποδώσει.
Η μελισσοκομική τέχνη ακουμπά σε μια σειρά επιστημών (βιολογία, γεωπονία, χημεία, κτηνιατρική…). Ασχολείται με ζωντανούς οργανισμούς, που δουλεύονται δύσκολα και με πολύ κόπο. Είναι μια επίπονη εργασία η οποία χρειάζεται χρόνο και πάθος για να αποδώσει.
Νομίζουμε ότι προσπαθήσαμε να είμαστε δίκαιοι. Οι προθέσεις μας είναι αγαθές. Το κάνουμε με ένα και μόνο σκοπό στο νου μας. Την ορθή ανάπτυξη της μελισσοκομικής τέχνης. Δεν θέλουμε τα ελάχιστα. Τα θέλουμε όλα. Προσπαθήσαμε να ανοίξουμε μια συζήτηση και ευχή μας είναι να συνεχιστεί.
Ανεξαγόρας Λ. Σκιδούρης
Σχολιάστε το άρθρο