Ψηλότερο φορτίο παθογόνων ιών, βακτηριδίων και μυκήτων φαίνεται να είναι ο πιο ισχυρός συνδετικός κρίκος στο Σύνδρομο Κατάρρευσης Μελισσών, μέχρι στιγμής, σύμφωνα με αποτελέσματα δημοσιευμένα από την Υπηρεσία Γεωργικής Έρευνας των ΗΠΑ (Agricultural Re-search Service, ARS) μαζί με πανεπιστημιακούς ερευνητές.
Υπεύθυνοι της μελέτης ήταν οι εντομολόγοι Dennis van Engelsdorp, Jeff Pettis, ο γενετι-στής Jay Evans και ο ιολόγος Yanping Chen, όλοι από το Πανεπιστήμιο της Πολιτείας της Πεννσυλβάνιας και το Εργαστήριο για την Μελέτη Μελισσών της ARS στο Beltsville, Maryland ΗΠΑ. Οι ερευνητές μελέτησαν περισσότε-ρους από 200 ξεχωριστούς παράγοντες σε 91 μελισσοσμήνη από 13 μελισσοκομεία στη Φλόριντα και στην Καλιφορνία, όπου πολλοί μελισσοκόμοι ξεχειμωνιάζουν τα μελίσσιά τους. Οι παράγοντες που εξεταστήκαν ήταν Βακτηρίδια, ακάρια, Nosema, διάφοροι ιοί, η τροφική κατάσταση και 171 παρασιτοκτόνα (που εξεταστήκαν). Οι ερευνητές πήραν δείγματα από ενήλικες μέλισσες, κηρήθρες, επεξεργασμένη και αποθηκευμένη γύρη, και από γόνο.
Από τους παράγοντες που μελετηθήκανε, κανένας δεν βρέθηκε (ανεξαιρέτως), μόνο στα μελισσοσμήνη με το Σύνδρομο Κατάρρευσης Μελισσών (Colony Collapse Disorder,CCD), το οποίο χαρακτηρίζεται από την ξαφνική εξαφάνιση των ενηλίκων μελισσών και που έχει καταστρέψει μελισσοκόμους στην Αμερική και σε άλλες χώρες.
Από τις αποικίες με CCD, κανένα παθογόνο που εξετάστηκε δεν υπήρχε σε μεγαλύτερη ποσότητα από τα άλλα. Επίσης, δεν υπήρχαν διαφορές στην διάδοση ακαρίων Βαρρόα ή (τραχιακής ακαρίασης), των σπορίων Nosema ή του συνολικού φορτίου παθογόνων. Η Nosema ενοχοποιείται σε περιπτώσεις θανάτου αποικιών στην Ισπανία, αλλά δεν βρέθηκε στενή σχέση με τις περιπτώσεις του CCD στην Αμερική.
Γενικώς, οι αποικίες με CCD ήταν συν-μολυσμένες με περισσότερα παθογόνα, όπως βακτη-ρίδια, μικροπάρασιτα (π.χ. Nosema) και ιούς. Συνολικά, 55% των αποικιών με CCD ήταν μολυσμένα με τουλάχιστον 3 ιούς, ενώ μόνο 28% των αποικιών χωρίς CCD ήταν παρομοίως μολυσμένα. Οι ερευνητές βρήκαν, επίσης, αισθητά επίπε-δα υπολοίπων από 50 διαφορετικά παρασιτοκτόνα σε όλα τα δείγματα. Δεν βρέθηκε καμία σχέση μεταξύ αυξημένου επίπεδου παρασιτοκτόνων και του συνδρόμου.
Μάλιστα, η διάδοση του πυρεθροειδή εντομοκτόνου Esfenvalerate, το οποίο χρησιμοποιείται συχνά στην αντιμετώπιση των πεταλούδων, μυγών, σκαθαριών και άλλων σε καλλιέργειες λαχανικών, φρούτων και ξηρών καρπών, ήταν μεγαλύτερη στις κηρήθρες των μελισσοσμηνών χωρίς το σύνδρομο (το εντομοκτόνο βρέθηκε σε 32% των αποικιών χωρίς το σύνδρομο σε σύγκριση με 5% των αποικιών που έπασχαν από το σύνδρομο).
Επίσης, τα επίπεδα του Coumaphos, φάρμακο που χρησιμοποιείται στην αντιμετώπιση της Βαρρόας, ήταν υψηλότερα στα μελισσοσμήνη χωρίς συμπτώματα του συνδρόμου.
Κατά τον κ. Van Engelsdorp, οι μελέτες δεν δείχνουν κατά πόσο τα υψηλά φορτία παθογόνων ήταν αιτία ή αποτέλεσμα του CCD. Τα υψηλά φορτία μάλλον προκάλεσαν συμπτώματα CCD, άλλα ακόμα δεν γνωρίζουμε γιατί οι τα μελισσοσμήνη μολύνθηκαν με τόσα πολλά παθογόνα.
Καθώς τα αποτελέσματα της μελέτης δεν δείχνουν μια συγκεκριμένη αιτία του συνδρόμου, βοηθάνε τους επιστήμονες στην καθοδήγηση μελλοντικών μελετών εφόσον μερικές αιτίες είναι λιγότερο πιθανές, όπως αναφέρει ο κ. Pettis.
Σχολιάστε το άρθρο