του Semih Kaplanoglu (Σεμίχ Καπλάνογλου)
Ο ψίθυρος του δάσους, ο ψίθυρος των μελισσών, ο ψίθυρος της μνήμης, ο ψίθυρος των ονείρων, ο ψίθυρος ενός μακρινού, αυθεντικού κόσμου και όλα αυτά μέσα από το ψιθύρισμα ενός επτάχρονου αγοριού. Ο Yusuf (Γιουσούφ), ένα παιδί με προβλήματα ανάγνωσης στο σχολείο, ο πατέρας Yakup (Γιακούπ), μελισσοκόμος και η σύζυγος- μητέρα Zehra (Ζεχρά) ζουν σε ένα απομακρυσμένο ορεινό χωριό της σύγχρονης Τουρκίας. Σε ένα τόπο που οι σχέσεις των ανθρώπων εξελίσσονται κατά βάση σε πρωτόλεια επίπεδα καθημερινής χειρωνακτικής εργασίας, ανησυχίας για το βιος, καθώς και οικογενειακής συνεύρεσης στο στρωμένο τραπέζι. Σχέσεις υφασμένες σε ένα πέπλο αγαθής έγνοιας και πραγματικής εμπιστοσύνης. Σαν λύτρωση, εμφανίζεται ο ψίθυρος του Γιουσούφ. Λύτρωση επικοινωνίας για τον ίδιο. Λύτρωση αγάπης για τον πατέρα, που δεν σταματά να παλεύει σε μια πορεία διδαχής, διδασκαλίας και τελεολογικώς, μιας απεγνωσμένα θεϊκής υποταγής.
Δυο ευρηματικά πλάνα: o έντονος ήχος του σπασμένου κλαδιού που προφυλάσσει μια ζωή και ο ήχος ενός σπασμένου βάζου, που φυλακίζει τα όνειρα μιας ζωής, φανερώνουν στο θεατή τον αργοτάξιδο, μα γνώριμο ρυθμό της ταινίας, τον κρυμμένο ρυθμό της ζωής μας. Θα αντέξει το κλαδί το βάρος μιας ζωής; Θα αντέξει η ίδια η Ζωή το βάρος της διαφορετικότητας;
Καθόλου γέλια, μόνο χαμόγελα και αυτά λιγοστά. Χαμόγελα στο άκουσμα μιας ιστορίας από τον πατέρα, στην ιδέα της επιστροφής του, στην δοκιμή του φρέσκου μελιού ή στην όψη της ξεκάλτσωτης μητέρας. Η σκληράδα των παιδιών, η σκληρότητα της ζωής τους, η ευκαμψία της συγγνώμης στη ζαβολιά που σαν ένα τρομαγμένο όνειρο καταφεύγει στη ζωή, σαν την υπέρβαση του φόβου στο σκοτεινό δάσος. Ένα παιδί παρακολουθεί η κάμερα και μας δίνει εικόνες μέσα από τα ανοικτά του βλέφαρα. Εικόνες, σαν αυτή του σπασμένου κλαδιού, μέσα από τα κλειστά βλέφαρά του. Εικόνες σαν αυτή του φεγγαριού που ζει στον κουβά του πηγαδιού και αρνείται να πιαστεί.
Η μουσική σχεδόν απούσα, μα επάξια στη θέση της, οι γεννήτορές της: Οι ήχοι της φύσης. Ο ήχος του κουδουνιού από τα πόδια ενός γερακιού και ενός παιδιού, που αμφότεροι τα κουβαλάνε σαν ψιμύθια επικοινωνίας, σαν τη φωνή του βουνού, που φέρνει τα καλά και τα κακά μαντάτα. Στο πανηγύρι, εκεί ξεπροβάλει για λίγο η μουσική, όχι σαν συμπλήρωμα της εικόνας, αλλά σαν τμήμα της. Στο πανηγύρι, που οι άνθρωποι συνωστίζονται σαν τις μέλισσες της κυψέλης, ανταλλάσσοντας τα αγαθά τους, ανταλλάσσοντας ματιές, φωνές, ζωές και τραγούδια. Γνώριμη μουσική. Γνώριμη σαν μια ματιά στο παρελθόν. Σαν τον ψίθυρο μιας σκέψης.
Να θυμηθούμε τους στίχους του Καββαδία:
“…και στα κουβέλια τότε σάπιζε
το μέλι
τραβέρσο ανάποδο πορεία
προς το βοριά
τράβα μπροστά ξοπίσω εμείς
και μη σε μέλει…”
και να αναρωτηθούμε πού τέμνεται η ταινία με την μελισσοκομική ματιά;
Χειροποίητα ξύλινα κουβέλια χωρίς πλαίσια, εγκατεστημένα σε ψηλά δέντρα, για την αποφυγή των αρκούδων. Δάση στη ζώνη ελάτου και οξιάς. Λιβαδολούλουδα. Αναφορά στο τρελό μέλι, καπνιστήρι, τρύγος, βούρτσισμα. Κακή χρονιά. Το μέλι λιγοστό. Οι μέλισσες υποφέρουν, χάνονται. Πρέπει να μεταφερθούν πιο μακριά, πιο ψηλά, πιο πέρα. Ταξίδι. Η αγωνία της έκβασης. Η αγωνία αυτών που μένουν πίσω. Πάνε όλα καλά; Σιωπή, αναμονή, προσμονή. Μια μελισσοκομική οικογένεια που ξέρει τι είναι η μέλισσα, που γνωρίζει πώς βγαίνει το μέλι. Με κόπο, με απουσία, με κλείσιμο του ματιού στη χαραυγή, με επίγνωση της αέναης προσπάθειας τιθάσευσης της φύσης. Της φύσης που κάθε χρονιά αλλάζει άμφια και αγωνιούμε για το επιμύθιο.
Μην περιμένετε να δείτε μια μελισσοκομική ταινία. Να πάτε να δείτε μια όμορφη, μελαγχολική και γλυκιά ταινία. Αφεθείτε στο ψιθύρισμά της και θα νιώσετε μελισσοκομικά σκιρτήματα. Αφεθείτε στο ρυθμό της και θα ανακαλύψετε ένα ποιητή με τα όνειρά του.
Οδηγία για τους μαγεμένους της εικόνας, καθώς και για την ιστορία: Το «Μέλι» είναι η τελευταία ταινία μιας τριλογίας του Καπλάνογλου, που ξεκίνησε με το «Αυγό» (2007) και συνέχισε με το «Γάλα» (2008). Παρατηρεί τη ζωή ενός ποιητή, όχι όμως με τη συμβατική χρονική σειρά.
Το «Μέλι» γυρίστηκε κοντά και μέσα σε μια μικρή πόλη, της Βορειοανατολικής Τουρκίας, κοντά στη Μαύρη Θάλασσα. Παρόλο που διαδραματίζεται στην σύγχρονη εποχή, δεν κινείται κανένα αυτοκίνητο στις εικόνες της και μάλλον δεν δόθηκε έμφαση σε τεχνητούς φωτισμούς.
Το Μέλι κέρδισε τη Χρυσή Άρκτο στο 60ό Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου. Για ένα μελισσοκόμο, αναμενόμενο αποτέλεσμα, καθώς γνωρίζει πολύ καλά, την ύπαρξη μιας μονόδρομης σχέσης πάθους μεταξύ αρκούδας (Άρκτου) και μελιού. Το Μέλι μεταφράστηκε στα ελληνικά από την Μελισσάνθη Γιαννούση.
(Προσέξατε το όνομα!!!)
2010. Έγχρωμη. Διάρκεια 103′.
Ερμηνευτές: Bora Altas (Yusuf), Erdal Besi-kηioglu (Yakup),
Tulin Οzen (Zehra), Ayse Altay, Alev Ucarer, Οzkan Akcay,
Selami Gοkce, Adem Kurkut, Kamil Yilmaz.
Σκηνοθεσία: Semih Kaplanoglu
Σενάριο: Semih Kaplanoglu, Orcun Koksal
Φωτογραφία: Baris Ozbicer
Κοστούμια: Ozge Ozturk
Μοντάζ: Ayhan Ergόrsel, Suzan Hande Guneri, Semih Kaplanoglu
Βοηθός Σκηνοθέτη: Asli Hansag
Παραγωγή: Semih Kaplanoglu
Σχεδιασμός Παραγωγής: Naz Erayda
Εταιρείες Παραγωγής: Kaplan Film Production Heimatfilm Eurimages (support) Filmstiftung Nordrhein-Westfalen (support) ZDF/Arte
(Support) Programme MEDIA de la Communaute Europeenne (support)
Διανομή: AmaFilms (Ελλάδα)
Χώρα παραγωγής: ΤΟΥΡΚΙΑ
Σχολιάστε το άρθρο